υδραστίνη

υδραστίνη
η, Ν
(φαρμ.) αλκαλοειδές που λαμβάνεται από τις ρίζες τού φυτού ύδραστις και το οποίο χρησιμοποιείται ως αγγειοσυσταλτικό και αιμοστατικό τής μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrastine < νεολατ. hydrastis (πιθ. ανώμαλος σχηματισμός από θ. υδρ- τού ύδωρ*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ύδραστις — (hydrastis). Γένος φυτών της οικογένειας των Βερβεριοειδών. Το γένος αυτό αριθμεί δύο μόνο είδη, ένα ιθαγενές της Ιαπωνίας και ένα ιθαγενές της Βόρειας Αμερικής. Το ρίζωμα της ύ. της καναδικής είναι φαρμακευτικό και χρησιμοποιείται σε δόσεις 0,50 …   Dictionary of Greek

  • υδραστινίνη — η, Ν (φαρμ.) αλκαλοειδές που είναι προϊόν οξείδωσης τής υδραστίνης και χρησιμοποιείται ως αιμοστατικό και αγγειοσυσταλτικό τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrastinine < hydrastine (βλ. λ. υδραστίνη) + κατάλ. ine] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”