- υδραστίνη
- η, Ν(φαρμ.) αλκαλοειδές που λαμβάνεται από τις ρίζες τού φυτού ύδραστις και το οποίο χρησιμοποιείται ως αγγειοσυσταλτικό και αιμοστατικό τής μήτρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrastine < νεολατ. hydrastis (πιθ. ανώμαλος σχηματισμός από θ. υδρ- τού ύδωρ*)].
Dictionary of Greek. 2013.